- νεωλκώ
- (Α νεωλκῶ, -έω) [νεωλκός]1. σύρω πλοίο στην ξηρά, έλκω πλοίο στο νεώλκιο («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», Πολυδ.)2. μτφ. (σχετικά με ανθρώπινο σώμα) ανεβάζω («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.