νεωλκώ

νεωλκώ
(Α νεωλκῶ, -έω) [νεωλκός]
1. σύρω πλοίο στην ξηρά, έλκω πλοίο στο νεώλκιο («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», Πολυδ.)
2. μτφ. (σχετικά με ανθρώπινο σώμα) ανεβάζω («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεωλκῶ — νεωλκέω haul a ship up on land pres subj act 1st sg (attic epic doric) νεωλκέω haul a ship up on land pres ind act 1st sg (attic epic doric) νεωλκός one who hauls up a ship into dock masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεώλκηση — η [νεωλκώ] η εργασία τής ανέλκυσης πλοίου από τη θάλασσα στην ξηρά και η τοποθέτησή του πάνω σε ειδική ναυπηγική σχάρα για επισκευή …   Dictionary of Greek

  • υπερνεωλκώ — έω, Α μεταφέρω πλοίο πάνω από ισθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νεωλκῶ «σύρω πλοίο στην ξηρά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”